Συνάντηση με τον συνθέτη Κων/νο Λυγνό- Από το Rock στα ορχηστρικά

 


Γνώρισα τον κο Λυγνό πολύ παράξενα μέσα από ένα βίντεο στο YouTube, όχι τον ίδιο αλλά μια δημιουργία του. Άκουσα ένα ελληνικό μουσικό κομμάτι πλαισιωμένο με εικόνες και μικρές κινηματογραφικές σκηνές, μου κέντρισε την προσοχή έτσι που ήταν αδύνατον να μην το παρακολουθήσω μέχρι το τέλος.

Σκέφτηκα ότι κάτι διαφορετικό γεννιέται εδώ.

Όμως αυτό ήταν μόνο η αρχή γιατί ψάχνοντας τον δημιουργό ανακάλυψα ότι αυτό ήταν μόνο ένα μικρό ψήγμα σε σχέση με τον άνθρωπο που κρύβεται από πίσω.

 

Κ.Κ.: Κύριε Λυγνέ διαβάζοντας στοιχεία από την δουλειά σας έτσι ώστε να σας γνωρίσω καλύτερα είδα ότι έχετε περάσει “δια πυρός και σιδήρου”, καλλιτεχνικά εννοώ. Πολλά πράγματα είναι αυτά που σας χαρακτηρίζουν και η σύνθεση είναι ένα από αυτά. Όλα άρχισαν την δεκαετία του εξήντα και από ότι διάβασα, δεν γεννηθήκατε από μουσική οικογένεια και τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα για ένα νέο που έκανε τα πρώτα βήματα σπουδάζοντας μουσική. Θεωρήσατε ότι θα ξεπερνούσατε όλα τα τότε εμπόδια, αν υπήρχαν, για να ασχοληθείτε με την σύνθεση γιατί ήταν αυτό που αγαπούσατε πραγματικά; Ποιο είδος μουσικής σας έδωσε αυτή την ώθηση;

 

Κων. Λυγνός: Στο σπίτι ακούγαμε μουσική από το ραδιόφωνο ή από δίσκους χωρίς κάποια ιδιαίτερη προτίμηση. Τα περισσότερα ήταν ελαφρά τραγούδια όμως ανάμεσά τους θυμάμαι την πιο γνωστή Πολωνέζα του Σοπέν (σε Λα), τον Μολδάβα του Σμέτανα και το βασικό θέμα από το μπαλέτο Κοπέλια. Επίσης και ένα δυο κλασικά LP… Ακούγαμε βεβαίως Χατζιδάκι και Θεοδωράκη όπως όλη η Ελλάδα. Η μητέρα μου μας πήγαινε στο Ηρώδειο το καλοκαίρι στις ξένες ορχήστρες, σε συναυλίες της Κρατικής και σε εμφανίσεις ξένων καλλιτεχνών. Όλα αυτά όμως αποσπασματικά. Βέβαια χάρη σε αυτή την αποσπασματικότητα μπορώ σήμερα να κάνω φιγούρα ότι είδα ζωντανό τον Στραβίνσκι, το 1966, αν και τότε δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Από τη βιβλιοθήκη του Κολεγίου Αθηνών δανειζόμουν μερικές φορές δίσκους 33 στροφών.

Κάποια στιγμή ζήτησα να κάνω πιάνο αλλά ο πατέρας μου δεν με άφησε. Στα τελευταία γυμνασιακά χρόνια κάναμε με την αδελφή μου μαθήματα κιθάρας. Τότε πια είχε δαγκώσει η αρρώστια των συγκροτημάτων, οπότε ο στόχος ήταν ξεκάθαρος. Παράλληλα ήταν σε πλήρη άνθιση το Νέο Κύμα. Γνωρίσαμε το Σαββόπουλο την εποχή που εμφανιζόταν μαζί με την Καίτη Χωματά και πριν ακόμα βγει το «Φορτηγό».

Αυτό που θυμάμαι από τότε είναι να αλλάζει η σχέση που είχαμε με τα τραγούδια, κάτι που τελικά επηρέασε τη σχέση μου με τη μουσική. Δεν ήταν πια μόνο να μας αρέσει ένα τραγούδι. Ξαφνικά μπήκαν από κάπου και άλλα κριτήρια. Η μουσική έμοιαζε να γίνεται πιο «έξυπνη» και είχαν σημασία περισσότερα πράγματα. Προσέχαμε τί παίζανε τα όργανα και τί λέγανε τα λόγια. Όλα άρχισαν να είναι διαφορετικά.

Η κυρίαρχη επιρροή της εποχής προέρχεται από τους Beatles. Έγινα fan από την πρώτη στιγμή και τόσα χρόνια μετά εξακολουθώ να είμαι. Εκεί ήταν που η ελαφρά μουσική άλλαξε πραγματικά!

 

Κ.Κ.: Αργότερα ασχοληθήκατε πολύ νωρίς και με την δημοσιογραφία ως αναφορά το κομμάτι της μουσικής και της τέχνης. Είχατε σκοπό να προωθήσετε συναδέλφους σας, άλλους καλλιτέχνες και τον πολιτισμό;

 

Κων. Λυγνός: Τώρα που το λέτε βλέπω ότι με τη διάδοση της μουσικής και τα συναφή ασχολήθηκα από πολύ νωρίς. Από τα φοιτητικά μου χρόνια που είχαμε ιδρύσει ένα Music Club στο Deree. Γενικά είχα έντονες απόψεις και δε δίσταζα να τσακωθώ με φίλους μου όταν διαφωνούσαμε. Ήμουν ελαφρώς αναιδής όσο και επίμονος καθώς θεωρούσα ότι ήξερα καλύτερα. Κάτι που δεν ήταν και μακριά από την αλήθεια, μιας και από τους φίλους μου ήμουν ο μόνος που έκανε μουσική. Πήγαινα πια στο Ελληνικό Ωδείο αλλά το ουσιώδες μάθημα ήταν το ιδιωτικό με τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Τρεις ή τέσσερεις γενιές μάθανε μουσική δίπλα του. Οι νέες απόψεις μου φτιάχτηκαν σίγα-σιγά όχι μόνο από αυτά που άκουγα αλλά και από αυτά που διάβαζα. Βιβλία που εξηγούσαν τη μουσική με απλά λόγια. Τα πιο καλά από αυτά, όπως του Leonard Bernstein και του Aaron Copland, ήταν το σχολείο για το πώς γράφεις και εξηγείς. Γύρω στο ‘70 δημοσίευσα κάποια άρθρα σε περιοδικά όπως η «Οπτικοακουσική».

Η δημοσιογραφία προέκυψε μάλλον συμπτωματικά. Όλα ξεκίνησαν με τον Ιάννη Ξενάκη που το 1975 μπόρεσε να επιστέψει στην Ελλάδα όταν άρθηκε η καταδίκη του σε θάνατο για λιποταξία κατά τον Εμφύλιο. Τον συναντήσαμε δυο τρεις Ρηγάδες στο ξενοδοχείο Lycabettus. Μιλήσαμε εκεί για λίγο και συνεχίσαμε το απόγευμα πριν τη συναυλία που είχε στο Ηρώδειο. Από τις κουβέντες αυτές βγήκε μία πολύ σύντομη συνέντευξη και ένα ακόμα συντομότερο επεξηγηματικό κείμενο που δημοσιεύτηκαν στον Θούριο. Είναι πολύ άσχημο αλλά το πρωτότυπο υλικό, κάπου τρεις ώρες κουβέντα, το έχασα! Άλλες συνεντεύξεις από τότε ήταν με τη Δόμνα Σαμίου και με τον Χατζιδάκι.

Όλα αυτά σταμάτησαν όταν έφυγα για το Λονδίνο. Ξανάρχισα το 2003 πολύ πιο στοχευμένα και με πολύ περισσότερες γνώσεις, ως Εκδότης στο ΠΟΛΥΤΟΝΟν, το περιοδικό της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Εδώ πια είχαμε ξεκάθαρο το στόχο να διαδώσουμε και να προβάλουμε την Ελληνική δημιουργία. Στα 12 χρόνια που ασχολήθηκα με το ΠΟΛΥΤΟΝΟν πήρα πολλές μικρές ή μεγάλες συνεντεύξεις από Έλληνες και ξένους συνθέτες, σολίστες, μαέστρους και έγραψα δεκάδες σχόλια για τα μουσικά πράγματα της χώρας.

 

Κ.Κ.: Είστε ένας συνθέτης πολύ μεγάλης εμβέλειας όσον αφορά την δουλειά σας. Έχετε εκπροσώπησή την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών στο ετήσιο Συνέδριο και Φεστιβάλ της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής. Το 2007 στο Χονγκ Κονγκ και το 2017 στο Πεκίνο.

 

Κων. Λυγνός: Δεν ξέρω αν είναι έτσι… Δεν παριστάνω τον μετριόφρονα αλλά όποιος παρακολουθεί τί συμβαίνει εντός και εκτός της χώρας ξέρει αρκετά καλά που βρίσκεται και ποια είναι τα κυβικά του, εκτός αν είναι ψώνιο. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως υπάρχουν κάμποσα έργα που μου έχουν πετύχει και είναι καλά. Επίσης υποστηρίχτηκαν από καλές εκτελέσεις και θα τα υποστήριζα παντού. Κυρίως ενάντια στους κύκλους ή τους συναδέλφους που έχουν διαφορετικές απόψεις και γράφουν αλλιώς. Όχι πως αυτό έχει και μεγάλη σημασία… Μιλούσαμε με ένα συνάδελφο για τον Puccini και κάποια στιγμή μου λέει πως είναι ένας υποτιμημένος συνθέτης. Υποτιμημένος από ποιους; Τον ρώτησα. Από το δυσκοίλιο συνάφι μας και κάποιους «προοδευτικούς» μουσικολόγους; Ακόμα και σήμερα τα θέατρα γεμίζουν όποτε παίζεται η Turandot. Που γράφτηκε το 1926 άρα με βάση τη λογική της «προόδου» είναι ένα λάθος έργο αφού ήδη από το 1900 -ίσως και πιο πριν- είχε ξεκινήσει η μοντέρνα μουσική και είχανε γράψει ο Schoenberg, o Stravinsky, o Bartok και πολλοί ακόμα.

Ο τελικός κριτής είναι η Ιστορία και το κοινό που ο Berlioz το είχε αποκαλέσει «Φωνή του Θεού».

 

Κ.Κ.: Πως ήταν η εμπειρία στο Χονγκ Κονγκ και στο Πεκίνο; Αισθανόσασταν έντονη την ευθύνη; Ποιες ήταν εκεί οι συνθήκες;

 

Στα διεθνή φεστιβάλ πάντα ακούει κανείς πολλά και διαφορετικά πράγματα, από όλο τον κόσμο. Βλέπεις τί καινούργιο υπάρχει και τί επιβιώνει από παλιότερες εποχές. Σήμερα ακούς συνδυασμούς και μουσικές που ούτε είχες φανταστεί. Στο Χονγκ Κονγκ για πρώτη φορά είδα ολόκληρη Συμφωνική Ορχήστρα από κινέζικα όργανα! Υπάρχει βέβαια πάντα το παλιό γνωστό avant garde και οι παραφυάδες του, που σε μένα ακούγονται πλέον γερασμένα και βαρετά.

Ευθύνη ένοιωσα στο Πεκίνο γιατί είχα πάει με στόχο να πάρουμε την διοργάνωση της Παγκόσμιας Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής για φέτος. Θέλαμε να είναι η συνεισφορά της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών στους εορτασμούς για το 2021. Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε, μας υποσκέλισαν οι Κινέζοι. Άνευ σημασίας πλέον, η Εβδομάδα δεν έγινε λόγω Covid. Είναι όμως στενάχωρο και θλιβερό γιατί δείχνει -αν χρειάζεται να δειχτεί και πάλι- το πλαίσιο μέσα στο οποίο δουλεύει η μουσική στη χώρα μας. Είναι πάντα όπως είχαμε γράψει στο Τεύχος 1 του περιοδικού μας το Νοέμβριο του 2003, «ο φτωχός συγγενής του πολιτιστικού χωριού». Το ‘17 που ξεκινήσαμε την προσπάθεια Υπουργείο, Κυβέρνηση αλλά και φορείς όπως το Ίδρυμα Νιάρχος, μας είχαν γραμμένους. Στο Πεκίνο παρουσιάσαμε έναν πολύ καλό και μελετημένο φάκελο, όμως οι Κινέζοι είχαν ήδη εκεί και τα λεφτά. Έτσι χάσαμε στην τελική ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης.

 

Κ.Κ.: Μέσα σε αυτόν το κυκεώνα των ειδών τις μουσικής εσάς τι σας εκφράζει περισσότερο;

 

 

Κων. Λυγνός: Ο Ωκεανός της Μουσικής… Τα πρώτα βιβλία που διάβασα κάπου στη αρχή πάντα γράφανε ότι η Μουσική είναι μία «διεθνής γλώσσα». Δεν ισχύει καθόλου, όμως εξηγείται γιατί το έγραφαν. Μουσική ήταν για αυτούς η Ευρωπαϊκή και Δυτική παράδοση. Πράγματι, ένας Ρώσος μπορεί να καταλάβει τη μουσική ενός Γάλλου ή ο Βρετανός ενός Ιταλού. Η Ιστορία και οι αρχές της Δυτικής Μουσικής είναι κοινό μας κτήμα. Ακόμα και τις διάφορες Εθνικές Σχολές που εισάγουν νέα στοιχεία, μια χαρά τις παρακολουθούμε. Δεν είναι καθόλου το ίδιο όταν πηγαίνουμε προς την Ασία ή στις νέες χώρες που εμφανίστηκαν στο μουσικό στερέωμα μέσα στον 20ου αιώνα. Μπορεί να συναντιόμαστε όλοι μαζί στο «Παγκόσμιο Χωριό», στα φεστιβάλ ή στο YouTube, όμως ιστορικές ρίζες από τις οποίες ξεκινούν οι ασιατικές μουσικές είναι διαφορετικές από τις δικές μας και αυτό ακούγεται στα έργα.

Την εποχή που έζησα στο Λονδίνο ασχολήθηκα αρκετά με ξένα φολκλόρ, άλλους μουσικούς πολιτισμούς και τα συναφή. Έκανα και λίγα μαθήματα σιτάρ. Ήταν τότε και η υποβόσκουσα ιδεολογία της διεύρυνσης των ορίων και της επίθεσης προς την ευρωπαϊκή παράδοση… Τελικά ανακάλυψα ότι πίσω από κάθε γοητευτικό ή εξωτικό άκουσμα, υπάρχει μία μουσική πρακτική και ένας πολιτισμός. Άρα δεν είναι απλό να «τσιμπολογήσεις» κάποια πράγματα, να τα κολλήσεις στη μουσική σου και να πας παρακάτω.

Αποκάλυψη ήταν για μένα και η δυσκολία που είχαν Βρετανοί φίλοι μου, καλοί ακροατές ή συνάδελφοι, να καταλάβουν ακούσματα μάλλον απλά για εμάς, όπως πχ το ρεμπέτικο. Vaguely oriental, μου το περιέγραψε κάποιος όταν τον ρώτησα τί ακούει. Σε μία συναυλία βυζαντινής μουσικής στο Φεστιβάλ Bach του Λονδίνου είδα ακροατές να σηκώνονται και να φεύγουν. Όχι, η μουσική γενικά δεν είναι καθόλου διεθνής γλώσσα, ούτε μόνο καλή και κακή!

 

Κ.Κ.: Έχετε συνθέσει πολλά είδη μουσικής και αυτά όλα σίγουρα τα βλέπετε σαν παιδιά σας, όμως θα ήθελα να ρωτήσω ποια είναι αυτά που ξεχωρίζετε;

 

10νμ350.jpg

 

Κάποια πράγματα από πολύ παλιά όπως τα ηλεκτρονικά μου έργα, είναι χαμένα κάπου στα συρτάρια μου σε παλιές μπομπίνες Ίσως να είναι και καλύτερα έτσι… Ακούγοντας καμιά φορά τέτοια έργα φίλων και συναδέλφων γραμμένα πρόσφατα σκέφτομαι πως ίσως θα έπρεπε να ξαναπιάσω το νήμα... Είναι και η αισθητική που έχει αλλάξει, τα έργα δεν είναι πλέον τόσο «σκληρά» αλλά και η τεχνολογία επιτρέπει να γίνονται κάποια πράγματα πολύ πιο εύκολα. Δεν ξέρω όμως αν ποτέ θα γίνει αυτό. Το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερο ξαναπιάνω το νήμα με το τραγούδι απ’ όπου και ξεκίνησα. Έχω ολοκληρώσει και σχεδιάζω να ηχογραφήσω κάποια τραγούδια για να τα αναρτήσω. Ποίηση Καρυωτάκη, Μανόλη Αναγνωστάκη και ένα σε δικούς μου στίχους. Παράλληλα γράφω πολύ για πιάνο αναπτύσσοντας όσα έχω βρει σταδιακά μέσα από δοκιμές και προσπαθώντας να γράφω ότι μπορώ να παίξω ο ίδιος! Βαρέθηκα να περιμένω πότε κάποιος φίλος μου πιανίστας θα βρει τον καιρό να ασχοληθεί με ένα τρίλεπτο κομματάκι μου. Ο μοναχικός λύκος έχει χοντρό σβέρκο και κάνει τις δουλειές του μοναχός του…

Από όσα έχω ήδη γράψει προσέχω τα έργα που μου βγήκανε καλά και συνήθως ευτύχησαν να έχουν καλές εκτελέσεις. Σημαντικό αυτό καθώς είναι η βάση από την οποία η μουσική θα πάει παρακάτω: Θα μεταδοθεί στο ραδιόφωνο, θα την κυκλοφορήσω στο διαδίκτυο ή θα γίνει ανάρτηση στο YouTube. Μέσα σε αυτά είναι σίγουρα το Baker’s Dozen of Greek Songs. Ένας κύκλος με Εισαγωγή και δώδεκα τραγούδια με αγγλικούς στίχους για την τουριστική Ελλάδα της δεκαετίας του’60. Κάπως αυθαίρετα το έχω ονομάσει Έργο1. Δεν είναι το πρώτο πράγμα που έγραψα είναι όμως αυτό που καθόρισε πολλά από όσα ακολούθησαν. Ακόμα και την γνωριμία μου με τον Θόδωρο Αντωνίου. Είναι ολόκληρο αναρτημένο, όπως αναρτημένα είναι τα τέσσερα από τα έξη τραγούδια σε ποίηση Καββαδία που έχω γράψει.

Γενικά όλα όσα είναι αναρτημένα «έχουν περάσει το τεστ». Η «Σπηλιά του Διρού» για παράδειγμα, μία από τις «Τρεις Εικόνες από την Μάνη», που έχει και πολύ καλό φιλμάκι. Το Impromptu Mambo, στο οποίο έχω προσθέσει στη ζωντανή ηχογράφηση επιπλέον drums (το link είναι από κάτω). Υπάρχουν και άλλα που περιμένουν γιατί δεν βρίσκω το χρόνο να ολοκληρώσω τα video. Ars longa – vita brevis!

 

Κ.Κ.: Θα ήθελα να μου πείτε για αυτό το εγχείρημα με το κανάλι στο YouTube

που μου κέντρισε την προσοχή. Πιο είναι το σκεπτικό σας; Ο ήχος και η εικόνα ανταμώνουν τόσο αρμονικά.

 

Κων. Λυγνός: Ως μέσον το YouTube έχει πολλές δυνατότητες. Αυτό το κατάλαβα όταν στην πρώτη μου ανάρτηση που ήταν απλά η βιντεοσκόπιση μίας συναυλίας, τα views με ευκολία ξεπέρασαν το κοινό που με χίλια ζόρια μαζεύτηκε στην αίθουσα του Νάκα για να ακούσει μία συναυλία της Ένωσης. Η μουσική ταξιδεύει πολύ μακριά. Από την άλλη όμως επιβάλλει και κάποια πράγματα. Ο ήχος πρέπει να υποστηρίζεται από εικόνες και κίνηση, αλλιώς το κομμάτι ελάχιστα «περπατάει». Ένα άλλο θέμα είναι οι διάρκειες. Το μέσο ευνοεί την συντομία, αλλά ας μην μπλέξουμε και με αυτό…

Μου αρέσει να ψάχνω το θέμα, να βρίσκω τις εικόνες, να γυρίζω ο ίδιος μικρά video και να τα ταιριάζω με τον ήχο. Έχω δει πολύ σινεμά, ξέρω τους σκηνοθέτες που καταλαβαίνουν από μουσική, όπως πχ ο Stanley Kubrick και ο Woody Allen. Μάλιστα μπορώ να πω ότι κάποια στιγμή -από τα είκοσι ως τα εικοσιπέντε μου- καταλάβαινα πολύ περισσότερα για το σινεμά παρά για τη μουσική. Άλλωστε μία άλλη μεγάλη μου αγάπη είναι η θεατρική μουσική από την οποία κάποτε ξεκίνησα.

 

Κ.Κ.: Σας ευχαριστώ πολύ.

 

 

 

Παρακολουθήστε  στο YouTube

 

Mal du depart: https://www.youtube.com/watch?v=G-1X0DnnTec (Από τα "Έξη Θαλασσινά Τραγούδια" σε ποίηση N. Καββαδία)

 

ImpromptuMambo:https://www.youtube.com/watch?v=2azLFOMSIT4

 

Night: https://www.youtube.com/watch?v=Sao3IhNi_Po (Από  τον  κύκλο « ΑBaker’s Dozen of Greek Songs»)


Κατερίνα Καράμπελα