«Πόσες ακόμη Σοφίες;» της Μαργαρίτας Ικαρίου


«Πόσες ακόμη Σοφίες;» της Μαργαρίτας Ικαρίου

 

Εικόνα 1η: Την πρώτη φορά νόμισε πως κάτι κατάλαβε λάθος. Το χέρι που άγγιξε το κορμί της δεν είχε πρόθεση ερωτική. Όχι, σίγουρα όχι. Ήταν απλά μια τυχαία ή άτυχη στιγμή. Τότε… γιατί ανατρίχιαζε η ράχη της κάθε φορά που ένιωθε τα μάτια του, πάνω της; Ο θείος, ο ξάδερφος, ο συγγενής, ο φίλος του πατέρα, ο γείτονας, ο προπονητής, ο αθλητικός παράγοντας. Σίγουρα, δεν ήθελε να της κάνει κακό. Τυχαίο ήταν. Τυχαίο…

 

Εικόνα 2η: Είχε ανάγκη τη δουλειά. Απολύτως ανάγκη. Χρειαζόταν αυτό το πενιχρό μεροκάματο για να ζήσει, εκείνη και το παιδί της. Είχε ψάξει, είχε χτυπήσει εκατό πόρτες. Τίποτα δεν της στάθηκε εύκολο σε αυτή τη ζωή. Ανεβοκατέβαζε κουτιά από παπούτσια όλη μέρα από το πατάρι στους πελάτες και ξανά πίσω. Το έκανε με χαμόγελο, για τα λίγα χρήματα στο τέλος της εβδομάδας. Στην αρχή, ήταν δυο λέξεις παραπάνω από τον καταστηματάρχη, υπό τύπου αστειότητας, για την εμφάνισή της. Μετά, οι απανωτές προτάσεις του να την «πάει σπίτι» της, στο τέλος της μέρας. Κι όταν σε τίποτα από αυτά δεν ανταποκρίθηκε, το «στρίμωγμα» στο πατάρι, έδωσε τη χαριστική βολή.

 

Εικόνα 3η: Το μάθημα, το ρημάδι το μάθημα. Δεν κατάφερνε να το περάσει, όσο κι αν διάβαζε. Οι γονείς της στο χωριό είχαν αρχίσει να αγανακτούν. Την πίεζαν να τελειώσει επιτέλους, κουράστηκαν να πληρώνουν τη φοιτητική της διαδρομή. Ήθελαν να επιστρέψει με ένα «πτυχίο», να ναι αυτή η μόνη αναγνώριση των κόπων τους να τη μεγαλώσουν και να τη σπουδάσουν. Χτύπησε τρέμοντας την πόρτα στο γραφείο του καθηγητή. Κι εκείνος, την έκλεισε πίσω της, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και πεινασμένο βλέμμα: «…Λοιπόν, για να δούμε τι είσαι ικανή να κάνεις για να περάσεις στο μάθημά μου…»

 

Εικόνα 4η: Ανδροκρατούμενος ο χώρος της δουλειάς της. Κι εκείνη, πολύ ενθουσιώδης με το αντικείμενο εργασίας, μικρή  και καλοσχηματισμένη. Εύστροφη, πνευματώδης, δημιουργική. Καθώς περιδιάβαινε ανάμεσα στα γραφεία «έπιανε» τα βλέμματα κι άκουγε κάποια από τα δεκάδες ψιθυριστά, χυδαία σχόλια που κυκλοφορούσαν εις βάρος της. Άλλος αναφερόταν στα οπίσθιά της, άλλος σχολίαζε την ευφράδειά της αλλά και τα χυμώδη χείλια της. Σε κάθε της επιτυχία, αποκτημένη με απίστευτες ώρες δουλειάς και πολύ κόπο, η μόνιμη επωδός των «συναδέλφων» ήταν ο υποτιθέμενος, κατ’ αυτούς, τρόπος με τον οποίο «τα είχε καταφέρει». Το φύλο και η εμφάνισή της, ήταν αντικείμενο αρνητικών, απαξιωτικών, σωβινιστικών σχολιασμών.

 

Εικόνα 5η: Μπήκε στο ιατρείο τρέμοντας από αγωνία για την έκβαση της υγείας της και στο εξεταστήριο με το φόβο της διάγνωσης. Ο γιατρός, ναι αυτός ο μικρός θεός με τη λευκή μπλούζα, θα την έσωζε. Αφέθηκε στα χέρια του με εμπιστοσύνη μέχρι που διαπίστωσε με φρίκη πως η «εξέταση» δεν είχε καθόλου στοιχεία ιατρικής…

 

Εικόνα 6η: Από μικρή, της έλεγαν όλοι πόσο όμορφη είναι. Τόσο πολύ, που το είχε πιστέψει κι η ίδια. Η εμφάνισή της δεν άφηνε ανεπηρέαστους τους γύρω της που την προέτρεπαν να ασχοληθεί με επαγγέλματα «μπροστά στο φακό». Στην πρώτη κιόλας οντισιόν, διαπίστωσε πως ο χώρος της ομορφιάς, έκρυβε και μπόλικη ασχήμια…

 

Εικόνα 7η: Ο «άνθρωπός της». Η σχέση. Ο σύντροφός της. Ο σύζυγος. Στην όποια άρνησή της να μοιραστεί το σώμα της, η άσκηση βίας έχει ντυθεί το μανδύα του «δικαιώματος» καθώς κοινωνικά δεν θεωρείται, όπως είναι: βιασμός.

 

  Γυναίκες της πόρτας δίπλα από τη δική μας. Γυναίκες μέσα στο στενό μας περίγυρο. Γυναίκες που ντρέπονται να ομολογήσουν την ανίσχυρη λύσσα τους να αντισταθούν. Μια Σοφία, μια Ελένη, μια Μαρία. Που κρατούν το στόμα κλειστό από ντροπή. Από φόβο για την κοινωνική ρετσινιά, τα επικριτικά σχόλια, τη «δίκη» του θύματος κι όχι του θύτη. Τα άθλια σχόλια για την  εμφάνιση, τη σεξουαλική συμπεριφορά, το πλήθος των ανθρώπων που μοιράστηκαν το κρεβάτι της, εκείνους που μπαινοβγήκαν στη ζωή της. Με μόνιμη επωδό την απαξιωτική φράση περί της… κουνιστής ουρίτσας και την κατάληξη «τα θελε κι αυτή…»

   Η Σοφία και κάθε Σοφία αυτού του κόσμου. Που κρατά την σεξουαλική της κακοποίηση επτασφράγιστο μυστικό για χρόνια. Που πέφτει θύμα της πλέον κακουργηματικής αυθαιρεσίας της εξουσίας από τον μέντορα, τον καθοδηγητή, το συμβουλάτορα, τον παράγοντα, κάποιον που εμπιστευόταν. Δεν ήταν κάποιος άγνωστος, αλλά ο άνθρωπος που γνώριζε καλά. Σε μια ηλικία σοβαρότητας και κύρους που τον «εξάγνιζε» αβασάνιστα στα μάτια των πολλών…

  Το θύμα, αυτοθυματοποιήθηκε. Κι έριξε όλο το φταίξιμο για την αποτρόπαια πράξη, στον εαυτό της. Σώπασε. Το έκρυψε. Το έθαψε μέσα της κι όμως αυτό, ξυπνούσε τις νύχτες και κατέτρωγε τα όνειρά της. Διερρήγνυε την αυτοεκτίμησή της, ξεκοίλιαζε την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους, της στερούσε κάθε ελπίδα ουσιαστικής σύνδεσης. Βασανιζόταν. Σα σκηνές από ταινία έπαιζε και ξανάπαιζε στο μυαλό μας κάθε λεπτομέρεια του συμβάντος κι έριχνε το σφάλμα σε εκείνη: Εκείνη έκανε κάτι λάθος. Εκείνη, δεν φέρθηκε σωστά. Εκείνη, άφησε λάθος εντυπώσεις. Εκείνη δεν είπε σθεναρά το «όχι».

  Όμως, δεν είναι έτσι. ΔΕΝ ΕΦΤΑΙΓΕ! Ο κακοποιητής είναι συχνά ο ο υπεράνω πάσης υποψίας. Εκείνος που εκμεταλλεύεται την όποια ασυλία του παρέχει η θέση εξουσίας του, η δικτύωση, οι επαφές, το κοινωνικό και οικονομικό του στάτους.

  Κάθε μία από μας, κάθε Σοφία, Ελένη, Μαρία, όσο μένουν στον προφυλαγμένο από την κοινωνική κριτική φαύλο κύκλο σιωπής, επιτρέπουν σε δαύτους να συνεχίσουν επαίσχυντα, ασύδοτα και ατιμώρητα να εγκληματούν.

  Ευτυχώς, αυτή η ολυμπιακή φανέλα που φορούσε η Σοφία Μπεκατώρου, δεν ήταν άδειο πουκάμισο. Είχε πολύ φως μέσα της! Υποκλίνομαι στο θάρρος της να μιλήσει… 

 

Μαργαρίτα Ικαρίου

 Δημοσιογράφος